- πυρωδώς
- Αεπίρρ. βλ. πυρώδης (Ι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρωδῶς — πυρώδης cereal adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρώδης — (I) ες / πυρώδης, ῶδες, ΝΜΑ [πῡρ] 1. ο όμοιος με τη φωτιά 2. έμπυρος, διάπυρος, πύρινος 3. μτφ. φλογερός, ορμητικός (α. «πυρώδες βλέμμα» β. «ὄμματα πυρώδη», Εμπ.) 4. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς αρχ. 1. ιατρ. αυτός που προμηνύει φλεγμονή,… … Dictionary of Greek